Άγιος Δομίνικος

Άγιος Δομίνικος
ο г. Санто-Доминго

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Άγιος Δομίνικος" в других словарях:

  • Άγιος Δομίνικος — (Santo Domingo de Guzman). Πρωτεύουσα (2.060.000 κάτ. το 2002) της Δομινικανής Δημοκρατίας, χτισμένη σε μια εύφορη πεδιάδα όπου καλλιεργούνται κυρίως ζαχαροκάλαμο, κακάο, καπνός και μπανάνες. Οι βιομηχανίες της συνδέονται βασικά με την αγροτική… …   Dictionary of Greek

  • Δομίνικος ντι Γκουθμάν — (Domenico di Guzmαn, Καλερουέζα, Ισπανία 1170 – Μπολόνια 1221). Ισπανός άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Φελίτσε και της Τζοβάνα ντε Άζα. Μορφώθηκε στην Παλένθια, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της εποχής του, όπου έγινε ιερέας. Το 1203 …   Dictionary of Greek

  • Φεvτέλι Δομίνικος, ο ονομαζόμενος Ματζιότο — (Fedéli, Βενετία 1713 – 1794). Ιταλός ζωγράφος. Υιοθέτησε το στιλ του Πιατζέτα και απέδωσε έξοχες ανθρώπινες μορφές: Η ορνιθοπώλις (Πινακοθήκη του Τορίνου), Ομάδα χωρικών (Αμβούργο, Κούνστχαλε), Ο νέος με το φλάουτο (Βενετία, Ρετζόνικο). Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ντίρερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Durer, Νυρεμβέργη 1471 – 1528). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι η πιο σημαντική προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αι. Με την πολύπλευρη δραστηριότητα του σημειώνει την έναρξη της Αναγέννησης στη Bόρεια Ευρώπη. Τρίτος γιος της… …   Dictionary of Greek

  • Αρνόλφο ντι Κάμπιο — (Arnolfo di Cambio, Κόλεντι Βαλ ντ’ Έλσα 1245 – Φλωρεντία 1302;). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Ο Α. αποτελεί, μαζί με τον Νικόλα και τον Τζοβάνι Πιζάνο, την τριάδα των μεγαλύτερων γλυπτών της μεσαιωνικής Ιταλίας. Από τα πρώτα του ακόμα έργα… …   Dictionary of Greek

  • δομινικανός — ή αυτός που ανήκει στο μοναχικό τάγμα που ίδρυσε ο άγιος Δομίνικος …   Dictionary of Greek

  • Θαντ Σίθου, Ου — (U Thant Sithu, Παντανάβ 1909 – Νέα Υόρκη 1974). Βιρμανός πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρανγκούν. Αργότερα, δίδαξε σε λύκειο, έγινε διευθυντής της βιρμανικής ραδιοφωνίας (1948), υπουργός Πληροφοριών (1949 57) και μόνιμος… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… …   Dictionary of Greek

  • Κολόμβος — Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου της οικογένειας των Ιταλών θαλασσοπόρων Κολόμπο (Colombo). 1. Βαρθολομαίος (Bartolommeo, Γένοβα 1461 – Άγιος Δομίνικος 1514). Ήταν αδελφός του Χριστόφορου Κολόμβου (βλ. λ.). Το 1494 έφτασε με τρία πλοία στο νησί… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Φραντσέσκο ντι Τζόρτζιο — (Francesco di Giorgio Martini, Σιένα 1439 – 1501). Ιταλός μηχανικός, αρχιτέκτονας, ζωγράφος και γλύπτης. Αρχικά εργάστηκε ως στρατιωτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας στη Σιένα (1463 78) και στη συνέχεια τέθηκε στην υπηρεσία του Λορέντσο των… …   Dictionary of Greek

  • Μπερμέχο, Μπαρτολομέ — (Bartolome Bermejo, 15ος αι.). Ισπανός ζωγράφος. Γεννήθηκε στην Κόρντομπα και εργάστηκε στην Νταρόκα μεταξύ 1474 και 1477, στο Σαντιάγκο το 1491 και στη Βαρκελώνη το 1490 95. Με τη φλαμανδική παιδεία και την επιδεξιότητά του σε διάφορες τέχνες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»